Τρίτη 28 Ιουνίου 2011

Σπύρος Αραβανής, Τα βράδια




Τα βράδια

Στον Τάσο Λειβαδίτη

Τα βράδια επισκέπτομαι τους τάφους λησμονημένων
ποιητών
και γεμίζω με μελάνι τα ανθοδοχεία τους.
Ανανεώνω με κραγιόν
τα χαμόγελα των νεκρών παλιάτσων
και κάνω συντροφιά στα εικονοστάσια των δρόμων.
Αφουγκράζομαι τις λαμαρίνες στα παλιά ναυπηγεία,
διορθώνω τα ορθογραφικά λάθη στα χαρτόνια
των ζητιάνων,
κουρδίζω τις καμπάνες στις ερειπωμένες εκκλησίες,
τακτοποιώ τις καρέκλες στα σπίτια των αυτοχείρων,
χαϊδεύω τα μαλλιά των γριών γυναικών.
Ύστερα, το χάραμα, γυρίζω σπίτι
πιο μόνος
και από τις μέρες του Φεβρουαρίου
που δεν χώρεσαν στο ημερολόγιο
και ξεπλένω στο νιπτήρα
όλη τη μοναξιά από τα χέρια μου.

Σάββατο 18 Ιουνίου 2011

Χάρης Βλαβιανός,  Ποίηση 




Κι εγώ την απεχθάνομαι·
ασφαλώς και υπάρχουν
πιο αναγκαία πράγματα στη ζωή
απ' αυτό το ατέρμονο scrabble
με τις ξαφνικές κρίσεις λεκτικής ευφορίας.

Διαβάζοντάς την όμως
με απόλυτη αποστροφή
ανακαλύπτει κανείς
μέσα στις άχρωμες σελίδες της
έναν τόπο προορισμένο για το αυθεντικό:
έναν φανταστικό κήπο
με πραγματικές αλέες
όπου το πτυχωτό φόρεμα της κ. Μουρ
σαρώνει με ρυθμική μεγαλοπρέπεια
τα νεκρά φύλλα των ενδοιασμών μας.

 Γιάννης Πατίλης,  Υπάρχω για να ληστεύω την ανυπαρξία 
 

Υπάρχω για να ληστεύω την ανυπαρξία.
Από κει κουβαλάω με κόπο
Υπέροχα ποιήματα.
Είναι διάφανα, φωτεινά κι ανέκφραστα.
Αλλά στο δρόμο μου πέφτουνε, σπάνε.
Τα μπαλώνω, τα κολλάω με λέξεις.
Με λέξεις που οι άνθρωποι λένε.
Μ’ αυτά που ξέρω, που βλέπω κι ακούω.
Και τα χαλάω μ’ αυτό που υπάρχει.

Γιάννης Πατίλης, Ζεστό μεσημέρι.  Αθήνα 1984

Δευτέρα 13 Ιουνίου 2011


Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, Στον ουρανό του τίποτα με ελάχιστα

Από την κλειδαρότρυπα κρυφοκοιτάω τη ζωή
την κατασκοπεύω μήπως καταλάβω
πώς κερδίζει πάντα αυτή
ενώ χάνουμε εμείς.
Πώς οι αξίες γεννιούνται
κι επιβάλλονται πάνω σ' αυτό που πρώτο λιώνει:
το σώμα.
Πεθαίνω μες στο νου μου χωρίς ίχνος αρρώστιας
ζω χωρίς να χρειάζομαι ενθάρρυνση καμιά
ανασαίνω κι ας είμαι
σε κοντινή μακρινή απόσταση
απ' ό,τι ζεστό αγγίζεται, φλογίζει...
Αναρωτιέμαι τι άλλους συνδυασμούς
θα εφεύρει η ζωή
ανάμεσα στο τραύμα της οριστικής εξαφάνισης
και το θαύμα της καθημερινής αθανασίας.
Χρωστάω τη σοφία μου στο φόβο∙
πέταλα, αναστεναγμούς, αποχρώσεις
τα πετάω.
Χώμα, αέρα, ρίζες κρατάω∙
να φεύγουν τα περιττά λέω
να μπω στον ουρανό τού τίποτα
με ελάχιστα.


Από τη συλλογή Στον ουρανό τού τίποτα με ελάχιστα (2005)

Τετάρτη 1 Ιουνίου 2011

Ο Γιάννης Βαρβέρης στο «εσπερινό μονοπάτι»


 KΑΘΗΜΕΡΙΝΗ  31-05-11



Σήματα και διαδρομές στο πολύχρονο έργο του ποιητή, μεταφραστή, δοκιμιογράφου και κριτικού του θεάτρου

Του Παντελη Mπουκαλα

ΜΝΗΜΗ. Τώρα, για να το πω με δικά του λόγια, με τον καταληκτικό στίχο από το πρώτο του ποίημα («Τα σκεύη») του πρώτου του βιβλίου (1985), που ο καβαφογενής τίτλος του, «Εν φαντασία και λόγω», έδειχνε όχι απλώς να υποδεικνύει λογοτεχνικά πρότυπα αλλά να συνοψίζει ένα ποιητικό πιστεύω, ο Γιάννης Βαρβέρης, στα πενήντα έξι του, «προβιβάζεται στη σιωπή». Αλλά τα πολλά και καλά βιβλία που άφησε για να μας συντροφεύουν, βιβλία ποιητικά, μεταφραστικά, δοκιμιακά ή απαρτισμένα από θεατρικές κριτικογραφίες όπως αυτές που δημοσίευε στην κυριακάτικη «Καθημερινή» από το 1989, δίνουν τη σχετική έστω παραμυθία ότι πρόκειται για μια σιωπή ομιλητική, ζωηρή, πλούσια σε νοήματα. Δεν πρόκειται, πάντως, για μια γραφή μοιρασμένη στα τρία ή στα τέσσερα, αλλά ενιαία, αφού τα μέλη της αλληλοτροφοδούνται και αλληλοεπηρεάζονται. Δεν θα μπορούσε, ας πούμε, να μη μεταφράσει ο Βαρβέρης Λεό Φερρέ, Ζακ Πρεβέρ και Ζορζ Μπρασένς, όταν οι Γάλλοι αυτοί, οι αγαπημένοι του, δεν είναι απλοί επισκέπτες του ποιητικού του έργου αλλά μόνιμοι κάτοικοί του: και οι δέκα ποιητικές συλλογές που εξέδωσε όσο ζούσε μάς εισάγουν στον κόσμο τους με καθοδηγητικό μότο ευφυώς επιλεγμένους στίχους του τροβαδούρου Λεό Φερρέ.

Και δεν υπήρξε, βέβαια, τυχαίο το γεγονός ότι τα αρχαιοελληνικά κείμενα που προσείλκυσαν τον μεταφραστή Βαρβέρη είναι κωμωδίες, του Αριστοφάνη και του Μένανδρου· εκεί θα μπορούσε να αποδώσει νόστιμους καρπούς, όπως και έγινε, η λογιοσύνη, η λογοπαικτική δεξιότητα του Βαρβέρη, η χιουμοριστική του ευστροφία, μελαγχολικής πάντοτε καταγωγής, και η τάση του να δίνει ταυτότητα στους χαρακτήρες των θεατρικών έργων μέσα από το ιδιόλεκτό τους (καθαρευουσιάνικο ή ό,τι άλλο). Κι αν θεωρήσουμε ως κριτήριο της ποιότητας μια θεατρικής μετάφρασης όχι μόνο το αν ακούγεται επί σκηνής αλλά και το αν διαβάζεται ευφρόσυνα και εκτός παραστάσεως, τότε οι μεταφράσεις από τον Βαρβέρη έργων των δύο Αθηναίων πρωτομαστόρων της κωμωδίας (της Αρχαίας ο Αριστοφάνης και της Νέας ο Μένανδρος) έχουν κερδίσει το στοίχημά τους.

«Να επισκεπτόμαστε τους επιζώντες ποιητές» μάς παρότρυνε ο Βαρβέρης, με ένα του ποίημα που είχε αυτόν ακριβώς τον τίτλο (στη συλλογή του «Αναπήρων πολέμου» του 1982)· «αν μάλιστα τυχαίνει να μένουμε στην ίδια πόλη / να τους βλέπουμε πού και πού / γιατί εκεί που ζούμε ήσυχοι / βέβαιοι πως ζούνε κι αυτοί –ξεχασμένοι έστω– / εκεί έρχεται το μαντάτο τους». Και οι ποιητές, οι λογοτέχνες εν γένει, επιζούν όσο διαβάζονται, μελετώνται και κρίνονται, όσο τα έργα τους παραμένουν στοιχεία του λογοτεχνικού μας αποθέματος, κι ας μην είναι οι ίδιοι ενσώματοι εδώ.

«Εν φαντασία και λόγω»

«Εν φαντασία και λόγω» πορεύτηκε ο Βαρβέρης στις περίπου τέσσερις δεκαετίες της γραφής του, αν υπολογίσουμε το ξεκίνημά του από το 1972, οπότε πρωτοδημοσίευσε ποίημά του στο περιοδικό «Νέα Εστία». Από το στοίχημα των λέξεων, που θέλουν τη σάρκα του για να μη μείνουν φαντάσματα αποζητούσε, όπως όλοι, ό,τι όρισε ο Αλεξανδρινός στο θρυλικό πια ποίημά του «Μελαγχολία του Ιάσωνος Κλεάνδρου· ποιητού εν Κομμαγηνή· 595 μ.Χ.»: «Εις σε προστρέχω Τέχνη της Ποιήσεως, / που κάπως ξέρεις από φάρμακα· / νάρκης του άλγους δοκιμές, εν Φαντασία και Λόγω. // Είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι.– / Τα φάρμακά σου φέρε Τέχνη της Ποιήσεως, / που κάμνουνε –για λίγο– να μη νοιώθεται η πληγή». Ο,τι κρισιμότερο εδώ, οι μετριαστικές λέξεις «κάπως» και «για λίγο», που δεν αφήνουν περιθώρια για την ψευδαίσθηση πως η ποίηση είναι παυσίλυπο. Γιατί στο παίγνιο της ζωής, απολύτως ελκυστικό παρότι σημαδεμένο, υπάρχει μία και μόνη σιγουριά, όπως την ανέδειξε ο Βαρβέρης στο ποίημά του «Κοινωνικά» της συλλογής «Ακυρο θαύμα» (1996): «Πάλι ανακατεύουν την τράπουλα. Και πάλι κόβει ο Θάνατος για να μοιράσει ο Χρόνος».

Στον Καβάφη ο Βαρβέρης βρήκε και εκτίμησε το βλέμμα της ειρωνείας, το οποίο στις δικές του «δοκιμές» πήρε τον τόνο του σαρκασμού και του αυτοσαρκασμού· ο τόνος αυτός σημάδεψε την ποίησή του, έγινε το ειδοποιό της γνώρισμα, η ταυτότητά της, ευδιάκριτη μέσα στον περίγυρο της γενιάς του ’70 στην οποία συναριθμήθηκε. Τμήμα της απόδοσης της οφειλής του στον Αλεξανδρινό στάθηκαν και τα ποιήματά του που τον επέλεξαν ως θέμα τους, από το «Ο ποιητής Καβάφης εις τας Αθήνας» του 1983 (εκεί μιλάει αυτοπροσώπως ο Κ.Π.Κ., στην επιδέξια αναπλασμένη ιδιόγλωσσά του, ένα δείγμα κι αυτό της ικανότητας του Βαρβέρη να συντάσσει τις λέξεις του στις διάφορες εκδοχές της ελληνικής) στο «Ο ποιητής Καβάφης στη Πλατεία Αιγύπτου» του 2005 (στη συλλογή «Πεταμένα λεφτά») και στο «Ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας προ του Κ.Π. Καβάφη» στη συλλογή «Ο άνθρωπος μόνος» του 2009.

Συνομιλίες με τον θάνατο

Ο Βαρβέρης στα ποιήματά του συνομίλησε πολύ με τον θάνατο. Το δηλώνουν ευθύς αμέσως, με την προφάνειά τους ή την υπαινικτικότητά τους, τίτλοι συλλογών του («Ο θάνατος το στρώνει», 1986) ή τίτλοι ποιημάτων του («Ο θάνατος μεγαλώνει», «Θάνατος», «Ο θάνατος έχει πολλά ποδάρια», «Ο τοκετός του θανάτου», ή πάλι «Παίζουμε τους ζωντανούς;», «Αγρυπνία κεκοιμημένου», «Κηδείας εγκώμιο» κ.λπ.). Είδε, ωστόσο, και μέτρησε τον θάνατο σαν τμήμα αχώριστο της ύπαρξης, ανασκευάζοντας έτσι (τουλάχιστον κατά το δεύτερό του ήμισυ) το μότο που είχε επιλέξει στο ποίημά του «Ο θάνατος μεγαλώνει» της πρώτης του συλλογής, μια φράση δηλαδή του ποιητή Γ.Θ. Βαφόπουλου: «Ο θάνατος υπάρχει. Είναι ο μεγάλος πατέρας / που μας φύτεψε στη μήτρα της ανυπαρξίας».

Αντιμετωπίζοντας τον θάνατο σαν τον μεγάλο σπορέα μας στη μήτρα της ύπαρξης πια, ο Βαρβέρης κατόρθωσε να μην κρατήσει για τον εαυτό του, για την ποίησή του, τον λόγο του ηττημένου παράπονου και του σκυμμένου μοιρολογιού. Κράτησε τον όρθιο λόγο του σαρκασμού, ο οποίος στην τελευταία εν ζωή συλλογή του, «Ο άνθρωπος μόνος», απέδωσε ποιήματα που ηχούν σαν τεκμήρια όχι πια μας θανατομαχίας αλλά μιας θεομαχίας, ποιήματα «αποδεσμευμένα από την γκρίνια της μοιρολατρίας αλλά και δίχως τον υψωμένο τόνο του ηρωισμού ή της ανταρσίας», όπως έγραφα σε τούτη τη σελίδα στις 15 Σεπτεμβρίου του 2009, παρουσιάζοντας το συγκεκριμένο βιβλίο· και αυτό το βιβλίο είχε τη μορφή ενός συνθέματος, με επάλληλες αναγνώσεις και «αποφλοιώσεις» του ίδιου πυρήνα, όπως είχε συμβεί και στα βιβλία «Ο κύριος Φογκ» του 1993 (ένας Φιλέας Φογκ όμως αντεστραμμένος εκεί, ακίνητος, και όχι ταξιδευτής όπως στον πατέρα του, τον Ιούλιο Βερν) και «Στα ξένα».

Ενα σαφές δείγμα αυτής της εναντίωσης στο θείον ή την ειμαρμένη, όποιο όνομα κι αν της δώσουμε, είναι το ποίημα «Θεία Κωμωδία»: «Τόσοι άνθρωποι προσπάθησαν να Σε φαιδρύνουν / αιώνες πριν κι αιώνες μετά τη γέννησή Σου / Αριστοφάνης Μένανδρος Τερέντιος Πλαύτος / Μολιέρος Γκολντόνι Μαριβώ / κι ο ουράνιος Οσκαρ Ουάιλντ. / Ομως Εσύ παρέμεινες ο Μέγας Σοβαρός / θα ’χε αυτή Σου η στάση την κρυφή της σημασία / ίσως λοιπόν είσαι μονάχα Θεός – / αν ήσουν, Κύριε, άνθρωπος / θα ’χες γελάσει». Η ικανότητα στο γέλιο και τη χαρά του αντί της αγέλαστης αθανασίας: δεν υπάρχει δίλημμα εδώ.

«Ο θάνατος έχει πολλά ποδάρια· / ο άνθρωπος μονάχα δυο» έγραψε το 1986 ο Γιάννης Βαρβέρης, συνοψίζοντας έτσι, σε ένα δίστιχο που με την ευθύβολη λιτότητα και την πυκνότητά του μοιάζει βγαλμένο από το ορυχείο της λαϊκής σοφίας, τόσο την αντίληψή του για τα ανθρώπινα όσο και την ποιητική στρατηγική του. Εδώ, και εδώ μάλλον, ένα πικρό ειρωνικό γέλιο, καβαφικής προϊστορίας ως προς τη στάση που τηρούσε έναντι της ύπαρξης και του ενύπαρκτου δράματός της, κατευνάζει ή μάλλον μετατονίζει έναν καρυωτακισμό που θα μπορούσε να θεωρηθεί καταγωγικός και ενδιάθετος· ταυτόχρονα, η αυστηρή λογική του διστίχου, η σχεδόν μαθηματική σύνταξή σου, σαν ένα αξίωμα, υπενθυμίζει τα ποιητικά κέρδη που απέσπασε ο Βαρβέρης επιχειρώντας να συζεύξει τον υπερρεαλισμό και τις ελευθερίες του με τον πειθαρχημένο ορθολογισμό, που χρησιμοποιεί το χιούμορ για να ανακουφίσει την ίδια την ύπαρξη από το βάρος της, και να τη φέρει έτσι στα μέτρα του θνητού ανθρώπου. Είναι κι αυτός ένας επιπλέον λόγος για να επισκεπτόμαστε τους ποιητές, που παραμένουν ζώντες κι όταν ακόμα δεν συγκαταλέγονται στους ληξιαρχικά επιζώντες.

Κυριακή 29 Μαΐου 2011


 
Γιάννης Βαρβέρης 

μια έκταση έρημη απλωνόταν τώρα 
μέχρι τα βάθη της αμφίβολης Χαλκίδας.





Γιάννης Βαρβέρης


                ΕΡΕΤΡΙΑ, Ο ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟς ΠΛΟΥΣ


Τι έχεις λοιπόν επίπεδη πολίχνη
βαλβίδα στην καρδιά του χάρτη της Ευβοίας
και το Δεκέμβρη με καλείς πάντα κοντά σου; 
Έχει τριάντα ο μήνας κι ο καιρός
τριάντα πριν από το τέλος .
Ταξίδι μιας πορτοκαλάδας όλο κι όλο
ψιθύριζες και σ' άκουγα στον Ωρωπό
μα φέτος ομιλίες ομίχλης
λες κι είχε αποφασίσει να καπνίσει 
ένα τσιγάρο το Ληλάντιο πεδίο.
Μεταφορές για ποιήματα...
Ήταν ομίχλη τελικά κι όταν διαλύθηκε
παρέδωσε νωχελικά τη γλώσσα του το φέρι
στις οποιεσδήποτε διαθέσεις της ακτής. 
               
Μα ποιας ακτής και δέντρων ποιας πολίχνης
μονάχα μια έκταση έρημη απλωνόταν τώρα 
μέχρι τα βάθη της αμφίβολης Χαλκίδας.
Έμεινα στο καταστρωμα βουβός ώσπου το πλοίο
πήρε σφυρίζοντας να στρίβει γυρισμό
από μακριά κοιτώντας την ακτή
σε ξύλινη καρέκλα με παλέτα
δίχως Ερέτρια μόνος
να ζωγραφίζεις
την Ερέτρια
Εσύ. 

Γιάννης Βαρβέρης


                ΤΑ ΦΕΡΙ
               

Στον Ωρωπό σαλπάροντας
διακρίνεις ήδη την απέναντί σου παραλία.
Τα φέρι
πλοιάρια συντόμων διαδρομών
αργά σε παν.
Όχι ταξίδια υπερατλαντικά λοιπόν
ανύπαρκτα ταξίδια υπερατλαντικά.
Μόνο η Ερέτρια
που θαμπώνει πλησιάζοντας
ενώ ξεκαθαρίζει πίσω
το τοπίο του Ωρωπού
μόνο το Αντίρριο απέναντι απ' το Ρίο
ή το πολύ
απ' την ακτή  του γαλλικού Καλαί
πυκνώνοντας η ομίχλη
ως το Ντόβερ. 
Γιάννης Βαρβέρης


                F/B  JESUS


Ποτέ μου δεν κατάλαβα στα φέρι
από τον Ωρωπό ως την Ερέτρια απέναντι
τι νόημα έχουν βάρκες και σωσίβια.
Για ταξιδάκι τόσο δα δε μοιάζουν ειρωνεία; 

Κι όμως βρεθήκαμε στη μέση της απόστασης
όταν απ' τα μεγάφωνα
άρχισε να ακούγεται ένα ποίημα
που μιλούσε για τη διαδρομή
με την Ερέτρια σύμβολο σαφές: 
το τέλος.
Ο πανικός τούς πήρε και τους σήκωσε
βάρκες κυρίες μωρά γεροδεμένοι νυν
υπέρ πάντων πήδαγαν κατά κύματα
ή για πνιγμό ή για Ωρωπό.
Εγώ κι ο καπετάνιος τελευταίοι.

Μονάχα τ' αυτοκίνητα θ' αξιώνονταν λοιπόν
να περπατήσουν ως το τέλος
πάνω απ' τα νερά. 
 

Παρασκευή 27 Μαΐου 2011


Γιάννης Βαρβέρης: Βίωσε την ποίηση ως πράξη ζωής


Αυγή Ημερομηνία δημοσίευσης: 27/05/2011


                                   "1906-1978:
                                 σχεδόν πλήρης ζωή
                                 κι όμως δικαιούμαι να φαντάζομαι
                                 πως ο νεκρός μου θα μπορούσε και να ζήσει
                                 ακόμα δέκα
                                 ή δεκαπέντε χρόνια.
                                 Έτσι σε ζούσα και νεκρόν
                                 μετακομίζοντάς σε από το νόμο των νεκρών
                                 στο νόμο των ζωντανών πιθανοτήτων
                                 Αλλά κι αυτές γερνούν.
                                 Κι όπως με τον καιρό σ' έχω εξωθήσει
                                 σε όλο πιο σπάνιες εξαιρέσεις μακροβιότητας
                                 δεν ξέρω τι θα κάνω
                                 τι θα γίνει
                                 όταν το 2006
                                 εξόριστος πια κάθε πιθανότητας
                                 θα' χεις ακόμα και στα ψέματα
                                  πεθάνει".


Τυχαία στέκεται το μάτι στη σελίδα 13 ανοίγοντας τη συλλογή "Στα ξένα χέρια". Ο "Νόμος των Απιθανοτήτων" τιτλοφορείται το ποίημα.... Ο νηπενθής της ποίησής μας Γιάννης Βαρβέρης πέθανε τη Δευτέρα το βράδυ από ανακοπή της καρδιάς. Ήταν 56 χρόνων. Η νεκρώσιμη ακολουθία θα τελεστεί τη Δευτέρα στις 12 το μεσημέρι στον ιερό ναό του Αγίου Διονυσίου Αρεοπαγίτη και η ταφή θα γίνει στο Β' Νεκροταφείο.

Δραστήριος και δημιουργικός ως το τέλος, ευγενής και διαθέτων μοναδικό χιούμορ τόσο στον λόγο όσο και στην ποίηση του, διανοούμενος με βαθιά καλλιέργεια ο Γιάννης Βαρβέρης βίωσε την ποίηση και ως σπουδή στην τέχνη του και ως πράξη ζωής. Η τέχνη του στοχασμού στη δική του περίπτωση εκτός από την ποίηση επεκτάθηκε στο πλούσιο μεταφραστικό έργο και τη θεατρική κριτική. Κι αν με την ποίησή του κατέθεσε μια διαρκή σπουδή στο θάνατο με στωική ωστόσο κατάφαση στη ζωή, με τις θεατρικές κριτικές του παρέδιδε κάθε φορά ευσύνοπτα δοκίμια, ενώ με τις μεταφράσεις του επαναδιατύπωσε εύστοχα τον λόγο του αρχαιοελληνικού δράματος αλλά και ξένων ποιητών.

Από τους σημαντικότατους της ποίησής μας, αν και τυπικά εντάσσεται στη γενιά του '70 και φέρει αρκετά από τα χαρακτηριστικά της, ο Γιάννης Βαρβέρης αποτύπωσε ένα εντελώς προσωπικό ποιητικό ιδίωμα, ανεξάρτητο από περιοδολογήσεις και απαλλαγμένο από τα περιττά της στιλιστικής αποτύπωσης. Ο σαρκασμός και η λεπτή ειρωνεία διατρέχουν την ποίησή του αντάμα με την εμμονικά εστιασμένη στον θάνατο ματιά του. Κι έτσι όπως περνά από την κοινώς λεγόμενη μοναξιά στην ουσιαστικά νοούμενη εσωτερική εξορία, ο Βαρβέρης κοιτά τον αναγνώστη του κατάματα και καταθέτει όσα σε κάθε του συλλογή συνέλεγε, συνθέτοντας μια σπαρακτικά ημέτερη ποίηση. Παρότι ο κόσμος του "ένας θλιβερός κόσμος των ερειπίων" κατά τον Γιώργο Μαρκόπουλο, αποτυπώνεται στο έργο του "από τα χιλιάδες πρόσωπα και προσωπεία του, εκείνα που χρησιμοποιεί τάχα για να κρυφτεί, δεν κάνει άλλο από το να μας αποκαλύπτεται σε κάθε στιγμή, σε κάθε πτυχή με παρρησία, κόστος αλλά και γενναιότητα καταπληκτική". Ο Γιάννης Βαρβέρης συνέλεξε το απλό και ευανάγνωστο της ανθρώπινης εμπειρίας για να το επεκτείνει με την ποίησή του σε διαρκή και επίπονη φιλοσοφική σπουδή.

Γεννημένος στην Αθήνα το 1955, σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και εργάστηκε στο υπουργείο Εξωτερικών. Πρωτοεμφανίστηκε ως ποιητής το 1972 στο περιοδικό "Νέα Εστία". Ακολούθησαν οι ποιητικές συλλογές "Εν φαντασία και λόγω" (1975), "Το ράμφος" (1978), "Αναπήρων πολέμου" (1982), "Ο θάνατος το στρώνει" (1986), "Πιάνο βυθού" (1991), "Ο κύριος Φογκ" (1993), "Άκυρο θαύμα" (1996), "Ποιήματα, 1975-1996" (2000), "Στα ξένα" (2001), "Πεταμένα λεφτά" (2005), "Ο άνθρωπος μόνος" (2009). Στα έργα του συγκαταλέγονται επίσης οι θεατρικές κριτικές "Η κρίση του θεάτρου (Α΄, 1976-1984, 1985, Β΄, 1984-1989, 1991, Γ΄, 1989-1994, 1995, Δ΄, 1994-2003, 2003, Ε΄ 2003-2010, 2010)", και τα δοκίμια "Πλατεία θεάτρου. Περίπατοι σε πρόσωπα και απρόσωπα της σκηνής" (1994) και τα "Ποιητικές (σ)τάσεις στον Γ. Θ. Βαφόπουλο" (1995), "Για τον Τάσο Κόρφη" (1997), "Σωσίβια λέμβος" (1999), "Κρίτων Αθανασούλης" (2000). Ιδιαίτερη θέση στη συγγραφική του παραγωγή έχει το μεταφραστικό έργο του, στο οποίο συγκαταλέγονται πολλές μεταφράσεις θεατρικών έργων, κυρίως αρχαίου δράματος, που χρησιμοποιήθηκαν σε θεατρικές παραστάσεις. Μετέφρασε πολλά έργα του Αριστοφάνη και του Μένανδρου, αλλά και Μαριβό, Μολιέρο και Μρόζεκ, καθώς και ξένη ποίηση, Μπρασέν, Σεντράρ, Πρεβέρ, Γουίτμαν. Συνεργάστηκε με τον Κώστα Γ. Παπαγεωργίου στην επιμέλεια της ελληνικής ποιητικής ανθολογίας θανάτου του 20ού αιώνα (1995) και στη διεύθυνση του περιοδικού κριτικής «Κ», ενώ οι δυο τους από τον περασμένο Μάρτιο ήταν από τους ιδρυτές και συνδιευθυντές του νέου περιοδικού ποίησης "Τα Ποιητικά". Από το 1976 ασκούσε κριτική θεάτρου στα περιοδικά Η Λέξη, Τομές και στην εφημερίδα Η Καθημερινή.

"Ο Γιάννης Βαρβέρης εξέχων ποιητής της «γενιάς του ΄70», και από τους εγκυρότερους θεατρικούς κριτικούς μας, σφράγισε με το έργο του και την πολυσχιδή του πνευματική προσωπικότητα τα ελληνικά γράμματα τα τελευταία τριάντα χρόνια" σημειώνει μεταξύ άλλων η Εταιρεία Συγγραφέων στη συλλυπητήρια δήλωσή της. Συλλυπητήρια εκφράζει και το ΚΘΒΕ.

Πέμπτη 26 Μαΐου 2011



  NΑ ΕΠΙΣΚΕΠΤΟΜΑΣΤΕ ΤΟΥΣ ΕΠΙΖΩΝΤΕΣ ΠΟΙΗΤΕΣ
ποίημα του Γιάννη Βαρβέρη

Να επισκεπτόμαστε τους επιζώντες ποιητές
αν μάλιστα τυχαίνει να μένουμε στην ίδια πόλη
να τους βλέπουμε που και που
γιατί εκεί που ζούμε ήσυχοι
βέβαιοι πως ζούνε κι αυτοί - ξεχασμένοι έστω -
εκεί έρχεται το μαντάτο τους.

Οι καλοί ποιητές μας φεύγουνε μια μέρα
όχι γιατί πεθαίνουνε
από έμφραγμα ή από καρκίνο
αλλά γιατί φυτρώνουνε στα βλέφαρά τους
λουλούδια τρομερά.

Ανοίγουνε κιτάπια στην αρχή
πάνε μετά στον οφθαλμίατρο
ρωτάνε κηπουρούς βοτανολόγους
η επιστήμη σηκώνει τα χέρια ψηλά
λόγια φοβισμένα κι αόριστα
οι περαστικοί κι οι γείτονες σταυροκοπιούνται.

Έτσι σιγά σιγά οι ποιητές μαζεύονται
αποτραβιούνται σπίτι τους
ακούγοντας δίσκους παλιούς
γράφοντας λίγο
όλο και πιο λίγο
πράγματα μέτρια.
Στο μεταξύ μες στην κλεισούρα
τα τρομερά λουλούδια αρχίζουν να ξεραίνονται
και να κρεμάνε
κι οι ποιητές δε βγαίνουν πια
μήτε για τα τσιγάρα τους στο διπλανό περίπτερο.
Μόνο σκεβρώνουνε κοντά στο τζάκι
ζητώντας την απόκριση από τη φωτιά
που πάντα ξεπετάει στο τέλος μια της σπίθα
κι αυτή γαντζώνεται
στα ξεραμένα φύλλα πρώτα
ύστερα στα ξερά κλαριά
σ' όλο το σώμα
και τότε λάμπει το σπίτι
λάμπει ο τόπος
για μια μόνο στιγμή

κι αποτεφρώνονται.











Γιάννης Βαρβέρης, ο Άνθρωπος ΜΟΝΟΣ 


Ιωάννης της Κλίμακος, Ι


Είμαι ανεβασμένος πάνω σε μια σκάλα
και κοιτώ τον κόσμο
πίσω από τον φράχτη.
Σκοπεύω για τους συνανθρώπους μου
τούτης της όχθης
της άλλης να φωτογραφίσω τα μεράκια
ό,τι κινείται δηλαδή με σχετική ζωηράδα:
καΐκια φευγαλέα φώτα γιορτών πλοίων
σεκλέτια αφραγκίες και μεζεκλίκια
ανθρώπους αξεδιάλυτους των μπαρ
τους ίδιους καθώς τρέχουν να κρυφτούν
σε υπόστεγα θυέλλης κηδειών γάμων
πολιτικής αντάρας
κι άλλα
της οπτασίας
της Ιστορίας
τρεχάτα γεγονότα
αλλά πάνω στη σκάλα
σαν να τα βλέπω τώρα επί ματαίω
τρέμουν τα γόνατα
και πρέπει να κατέβω
μ’ ένα μονάχα δίλημμα:
ήταν η σκάλα μου ασταθής
ή οι εικόνες μου άστατες
και δεν φωτογραφίζονται.


Εορταστική περίληψη του κόσμου

Ζώα προθυμότατα κι ευέλικτα φυτά
αγνές αυγές χαδιάρικοι νοτιάδες
κερήθρες μυστηρίου θροΐσματα στοιχειών
κι εν μέσω
άνθρωποι πρόσχαροι
χλιδής και μέθης.

Μόλις εβγήκαν
αμέσως διάβασαν τους χάρτες στα ψηλαφητά
ανάστησαν με υπομονή πόλεις και ζούγκλες
και βάλαν τα καλά τους:
τι χρώματα ζωηρά τι κέφια έγχρωμα
και τι πετάγματα κι ανθοφορίες
αύρες λιτές και σώματα σαν αύρες
όλα κι όλοι πανέτοιμοι για Κυριακές.

Που όμως
όπως οι θάλασσες προς τις στεριές
έτσι κι αυτές
άρχισαν να μετατοπίζονται
Δευτέρες μαστορεύοντας, Τρίτες και Πέμπτες.

Και τώρα
τι μέγα λάθος ενδυματολογικό
τι πίκρας πρίμο αγέρι
τι αφέλεια
τι ευπιστία.

Ένα κερί


Αυτό το κερί που άναψα
περαστικός από τον οίκο Σου
δεν είναι η προσευχή μου
για να Σε φτάσει εκεί ψηλά
δεν είναι οι παρακλήσεις μου
ούτε βεβαίως καμιά ελπίδα
που εναπέθεσα σε Σένα.
Η καθαρότητα της ύλης του
δε συμβολίζει το ακηλίδωτο
της πρόθεσής μου
και η μαλακή του υφή
καθόλου δεν υπόσχεται
την εύπλαστη μεταστροφή μου
στη μετάνοια
όπως οι αλληγορίες εγγράμματων πιστών Σου
ξέρουν να τυλίγουν.

Μπορεί να μοιάζει μ’ όλα τα’ άλλα
όμως αυτό
ανάφτηκε για να Σου πει
πως ευτυχώς
στέκομαι εδώ αβοήθητος
και πως ακόμα
όσο μπορώ
θα λάμπω.


Καθώς πλησιάζει η ώρα

Λένε πως πλησιάζει η ώρα
κι ίσως να ‘ναι αλήθεια.
Ποιος όμως πρέπει να κριθεί;
Μήπως κι εμείς που ζήσαμε
μόνο με το άκουσμα των πρώτων Σου θαυμάτων;
Εκείνους μόνο γιάτρεψες
για να πιστέψει τώρα ο κόσμος
των υγειών σε Σένα.
Εκείνους μόνο
γιατί εμείς που ακολουθήσαμε
στρατιές στρατιών
ανάπηροι της Ιστορίας
ζήσαμε
άλλοι μέσα στις μάταιες προσευχές
κι άλλοι μέσα στον πόνο απεγνωσμένοι.
Ουδέτερος ελεήμων σαν ελπίδα ωχρή
μας άφησες να σε αντικαταστήσουμε:

Είμαστε προ της κρίσεως υπερήφανοι
γιατί το θαύμα ήταν πως ζήσαμε
χωρίς το θαύμα.

Εσπερινός της Αγάπης

Η πόλη με οβελίες αλλού γιορτάζει.
Σταθμός Πελοποννήσου
κι απομεσήμερο του Πάσχα σε παγκάκι
μόνον εσύ κι εγώ καθόμαστε, μητέρα.
Είμαστε γέροι πια κι οι δυό
κι εγώ αφού γράφω ποιήματα
πιο γέρος.
Αλλά που πήγανε τόσοι δικοί μας;
Μέσα σε μια βδομάδα
δεν απόμεινε κανείς.
Ήταν Μεγάλη βέβαια
γεμάτη πάθη, προδοσίες, σταυρώσεις-
θέλουν πολύ για να υποκύψουν
οι κοινοί θνητοί;
Έτσι ακριβώς, από τα Βάγια μέχρι σήμερα
θα ‘πρεπε κάπως να ‘χαμε κι εμείς χωρέσει.

Όμως το Πάσχα τέλειωσε, μητέρα.
Κι εμείς τι θ’ απογίνουμε
σ’ ένα παγκάκι
αθάνατοι
καθώς νυχτώνει;

Πέθανε ο ποιητής Γιάννης Βαρβέρης


enet.gr, 11:23 Πέμπτη 26 Μαΐου 2011
Πέθανε ο ποιητής Γιάννης Βαρβέρης

Στην ηλικία των 56 ετών πέθανε ξαφνικά χθες το βράδυ από ανακοπή της καρδιάς ο ποιητής Γιάννης Βαρβέρης

Ο Γιάννης Βαρβέρης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1955 και σπούδασε νομικά Το 1976 ξεκίνησε να γράφει κριτική θεάτρου,ενώ εξέδωσε έντεκα βιβλία ποίησης και μεταφράσεις ξένης και αττικής κωμωδίας.

Τα ποιήματά του έχουν μεταφραστεί σε ανθολογίες στα αγγλικά, στα γαλλικά, στα γερμανικά, στα ιταλικά, στα ισπανικά και στα ρουμάνικα.

Στα αγγλικά έχει μεταφραστεί από τον Philip Ramp το βιβλίο του Ο κύριος Φογκ, και στα σερβικά, από την Gaga Rosi, μια επιλογή ποιημάτων του με τον τίτλο "Η πόλη και ο Θάνατος".

Το 1996 του απονεμήθηκε το Κρατικό βραβείο Κριτικής - Δοκιμίου και το 2001 του απονεμήθηκε το Βραβείο Καβάφη για την ποιητική συλλογή Ποιήματα 1975-1996 (Κέδρος, 2000).

Το 2002 του απονεμήθηκε το Βραβείο Ποίησης του περιοδικού "Διαβάζω" για την ποιητική συλλογή "Στα ξένα" (Κέδρος, 2001) Το 2010 τιμήθηκε με το Βραβείο Ποιήσεως του Ιδρύματος Πέτρου Χάρη της Ακαδημίας Αθηνών, για το σύνολο του ποιητικού του έργου.

(Πληροφορίες ΑΠΕ-ΜΠΕ)