Πέμπτη 26 Μαΐου 2011


Γιάννης Βαρβέρης, ο Άνθρωπος ΜΟΝΟΣ 


Ιωάννης της Κλίμακος, Ι


Είμαι ανεβασμένος πάνω σε μια σκάλα
και κοιτώ τον κόσμο
πίσω από τον φράχτη.
Σκοπεύω για τους συνανθρώπους μου
τούτης της όχθης
της άλλης να φωτογραφίσω τα μεράκια
ό,τι κινείται δηλαδή με σχετική ζωηράδα:
καΐκια φευγαλέα φώτα γιορτών πλοίων
σεκλέτια αφραγκίες και μεζεκλίκια
ανθρώπους αξεδιάλυτους των μπαρ
τους ίδιους καθώς τρέχουν να κρυφτούν
σε υπόστεγα θυέλλης κηδειών γάμων
πολιτικής αντάρας
κι άλλα
της οπτασίας
της Ιστορίας
τρεχάτα γεγονότα
αλλά πάνω στη σκάλα
σαν να τα βλέπω τώρα επί ματαίω
τρέμουν τα γόνατα
και πρέπει να κατέβω
μ’ ένα μονάχα δίλημμα:
ήταν η σκάλα μου ασταθής
ή οι εικόνες μου άστατες
και δεν φωτογραφίζονται.


Εορταστική περίληψη του κόσμου

Ζώα προθυμότατα κι ευέλικτα φυτά
αγνές αυγές χαδιάρικοι νοτιάδες
κερήθρες μυστηρίου θροΐσματα στοιχειών
κι εν μέσω
άνθρωποι πρόσχαροι
χλιδής και μέθης.

Μόλις εβγήκαν
αμέσως διάβασαν τους χάρτες στα ψηλαφητά
ανάστησαν με υπομονή πόλεις και ζούγκλες
και βάλαν τα καλά τους:
τι χρώματα ζωηρά τι κέφια έγχρωμα
και τι πετάγματα κι ανθοφορίες
αύρες λιτές και σώματα σαν αύρες
όλα κι όλοι πανέτοιμοι για Κυριακές.

Που όμως
όπως οι θάλασσες προς τις στεριές
έτσι κι αυτές
άρχισαν να μετατοπίζονται
Δευτέρες μαστορεύοντας, Τρίτες και Πέμπτες.

Και τώρα
τι μέγα λάθος ενδυματολογικό
τι πίκρας πρίμο αγέρι
τι αφέλεια
τι ευπιστία.

Ένα κερί


Αυτό το κερί που άναψα
περαστικός από τον οίκο Σου
δεν είναι η προσευχή μου
για να Σε φτάσει εκεί ψηλά
δεν είναι οι παρακλήσεις μου
ούτε βεβαίως καμιά ελπίδα
που εναπέθεσα σε Σένα.
Η καθαρότητα της ύλης του
δε συμβολίζει το ακηλίδωτο
της πρόθεσής μου
και η μαλακή του υφή
καθόλου δεν υπόσχεται
την εύπλαστη μεταστροφή μου
στη μετάνοια
όπως οι αλληγορίες εγγράμματων πιστών Σου
ξέρουν να τυλίγουν.

Μπορεί να μοιάζει μ’ όλα τα’ άλλα
όμως αυτό
ανάφτηκε για να Σου πει
πως ευτυχώς
στέκομαι εδώ αβοήθητος
και πως ακόμα
όσο μπορώ
θα λάμπω.


Καθώς πλησιάζει η ώρα

Λένε πως πλησιάζει η ώρα
κι ίσως να ‘ναι αλήθεια.
Ποιος όμως πρέπει να κριθεί;
Μήπως κι εμείς που ζήσαμε
μόνο με το άκουσμα των πρώτων Σου θαυμάτων;
Εκείνους μόνο γιάτρεψες
για να πιστέψει τώρα ο κόσμος
των υγειών σε Σένα.
Εκείνους μόνο
γιατί εμείς που ακολουθήσαμε
στρατιές στρατιών
ανάπηροι της Ιστορίας
ζήσαμε
άλλοι μέσα στις μάταιες προσευχές
κι άλλοι μέσα στον πόνο απεγνωσμένοι.
Ουδέτερος ελεήμων σαν ελπίδα ωχρή
μας άφησες να σε αντικαταστήσουμε:

Είμαστε προ της κρίσεως υπερήφανοι
γιατί το θαύμα ήταν πως ζήσαμε
χωρίς το θαύμα.

Εσπερινός της Αγάπης

Η πόλη με οβελίες αλλού γιορτάζει.
Σταθμός Πελοποννήσου
κι απομεσήμερο του Πάσχα σε παγκάκι
μόνον εσύ κι εγώ καθόμαστε, μητέρα.
Είμαστε γέροι πια κι οι δυό
κι εγώ αφού γράφω ποιήματα
πιο γέρος.
Αλλά που πήγανε τόσοι δικοί μας;
Μέσα σε μια βδομάδα
δεν απόμεινε κανείς.
Ήταν Μεγάλη βέβαια
γεμάτη πάθη, προδοσίες, σταυρώσεις-
θέλουν πολύ για να υποκύψουν
οι κοινοί θνητοί;
Έτσι ακριβώς, από τα Βάγια μέχρι σήμερα
θα ‘πρεπε κάπως να ‘χαμε κι εμείς χωρέσει.

Όμως το Πάσχα τέλειωσε, μητέρα.
Κι εμείς τι θ’ απογίνουμε
σ’ ένα παγκάκι
αθάνατοι
καθώς νυχτώνει;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου